- σχηματικός
- -ή, -ό / σχηματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σχήμα, -ήματος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχήμανεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στη γραφική παράσταση ενός αντικειμένου2. αυτός που εικονίζεται, που παριστάνεται με σχήμα («σχηματική περιγραφή» — πρόχειρη περιγραφή ή ανάλυση που δίνει μόνον τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και δεν προχωρεί σε βάθος)3. μτφ. χωρίς περιεχόμενο4. φρ. «σχηματική παράσταση»μαθημ. σχηματογραφίαμσν.-αρχ.προσποιητός, πλαστόςαρχ.αυτός που αναφέρεται στις φάσεις τής σελήνης.επίρρ...σχηματικώς / σχηματικῶς ΝΜ, και σχηματικά Ννεοελλ.με σχηματικό τρόπο, με ένα απλό σχήμαμσν.με προσποιητό, πλαστό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.